Το έγκαυμα είναι μία από τις βαρύτερες τραυματικές κακώσεις, που μπορεί να υποστεί ο άνθρωπος και για αυτό απαιτεί άμεση αντιμετώπιση από εξειδικευμένη ιατρική ομάδα.
Συχνά, υποεκτιμάται διότι δεν λαμβάνεται υπόψη, ότι το δέρμα είναι το μεγαλύτερο όργανο του σώματός, αποτελώντας το 16% του σωματικού βάρους και είναι υπεύθυνο για την διατήρηση της ομοιοστασίας του οργανισμού.
Επίσης, αποτελεί φραγμό στην απώλεια θερμότητας, στην απώλεια ύδατος και ηλεκτρολυτών, στην είσοδο των μικροβίων.
Το έγκαυμα δεν αποτελεί μια επιφανειακή και εντοπισμένη βλάβη, αλλά μια οντότητα που επηρεάζει όλο τον οργανισμό και τα όργανα του, αποτελώντας ουσιαστικά μια νόσο. Τέτοιας βαρύτητας νόσος, ανάλογα βέβαια και με τα χαρακτηριστικά της (έκταση, βάθος, ηλικία εγκαυματία κλπ.) μπορεί να οδηγήσει από την πλήρη ίαση μέχρι τον θάνατο.
Η επούλωση των εγκαυματικών επιφανειών, γίνεται με δημιουργία ουλών. Συχνά, αυτές οι ουλές είναι δύσμορφες και ρικνωτικές, προκαλώντας αισθητικές και λειτουργικές διαταραχές.
Τα εγκαύματα, διακρίνονται σε θερμικά, ηλεκτρικά, χημικά. Τα θερμικά είναι τα συχνότερα ( 80% ) και προκαλούνται από την επίδραση ξηρής ή υγρής θερμότητας στο δέρμα ή το βλεννογόνο.
Η κατηγοριοποίηση των εγκαυμάτων βασίζεται στο επίπεδο της βλάβης στο δέρμα, δηλαδή το πόσο βαθιά στο δέρμα «έφθασε» ο αιτιολογικός παράγων. Έτσι διακρίνονται σε εγκαύματα μερικού και ολικού πάχους.
Το βάθος, η έκταση του εγκαύματος και η γενική κατάσταση του εγκαυματία καθορίζουν και την αντιμετώπιση, που μπορεί να είναι συντηρητική, χειρουργική ή συνδυαστική των δύο.
Η χειρουργική μέθοδος συνίσταται, σε αφαίρεση των εγκαυματικών επιφανειών και κάλυψη με δερματικά μοσχεύματα.